- λίσσωμα
- λίσσ-ωμα, ατος, τό,A smoothness, λ. τριχῶν the crown or spot on the head from which the hair sets in different ways, Arist.HA491b6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λίσσωμα — λίσσωμα, τό (Α) [λισσώ] η κορυφή, το σημείο τού κεφαλιού στο οποίο χωρίζονται οι τρίχες και κατεβαίνουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις («τοῡ δὲ κρανίου κορυφὴ καλεῑται τὸ μέσον καὶ λίσσωμα τῶν τριχῶν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
λίσσωμα — smoothness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίσσωμ' — λίσσωμαι , λίσσομαι beg pres subj mp 1st sg λίσσωμα , λίσσωμα smoothness neut nom/voc/acc sg λίσσωμι , λίζω graze aor subj act 1st sg (epic) λίσσωμαι , λίζω graze aor subj mid 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίσσωσις — λίσσωσις, ἡ (Α) [λισσώ] το λίσσωμα, το χώρισμα τών τριχών και το κατέβασμά τους από την κορυφή τού κεφαλιού προς τα κάτω … Dictionary of Greek